Τρίτη 7 Μαΐου 2013

Το μπαλόνι.


Καθισμένη στο παγκάκι της αγοράς κοιτάζω έναν κύριο που στέκεται απέναντί μου.
Φοράει μαύρο παντελόνι,κόκκινη μπλούζα και μαύρα παπούτσια.
Το αριστερό του χέρι είναι γεμάτο με μπαλόνια. Μπαλόνια με χρώματα που όλα μαζί κάνουν μια απίστευτη πανδαισία χρωμάτων που το μόνο που θέλεις είναι να τα χαζεύεις καθώς χορεύουν σε ένα τρελαμένο χορό με αφορμή τον αέρα που τα αγγίζει.
Τα κοιτάζω και ένα χαμόγελο σχηματίζεται στα χείλη μου.
Ο χρόνος γυρίζει δέκα χρόνια πίσω και έρχεσαι πάλι εσύ στο μυαλό μου. Εσύ που με την παρουσία σου μου θύμησες την αγάπη μου για το παιχνίδι.
Οι σκέψεις πολλές.Σκέψεις σε μια τάξη όχι όπως τα μπαλόνια, που μοιάζουν μπερδεμένα απέναντί μου. Το ένα πάνω στο άλλο! Φαίνεται σαν αγώνας πιο θα βγεί πρώτο για να δείξει την ομορφιά του,η οποία ομορφιά χάνεται σε λίγες μερες αφού ξεφουσκώσει.
Εκεί χάνεται και θές πάλι άλλο, θες κάτι καινούργιο για να ξανανιώσεις παιδί και να ξαναχαμογελάσεις. Να παίξεις μαζί του, να το φροντίσεις, να κάνεις ό,τι περνάει απο το χέρι σου για να μην ξεφουσκώσει και αυτό και το χάσεις όπως έχασες και το άλλο.
Οι βόλτες μας, το γέλιο μας, η ανάγκη να το ζήσουμε η ανάγκη να περάσουμε όσο πιο όμορφα μπορούμε μοιάζει με επιπολαιότητα. Μοιάζει με ένα παιχνίδι που μόλις το αγόρασες και θέλεις να είσαι όλη την ώρα μαζί του, να κοιμάσαι μαζί του γιατί νιώθεις τον φόβο ό,τι θα στο πάρουν και θα το χάσεις.. Όμως φτάνει η ώρα που αυτό το παιχνίδι έχει παλιώσει. Μπαίνει στο συρτάρι που έχεις και τα άλλα παιχνίδια. Ώσπου να έρθει η ώρα να το ξετρυπώσεις απο κάπου να ενθουσιαστείς που το βρήκες και να το χαρείς βλέποντάς το και μόνο.
Και όταν δεν μπορείς να το ξετρυπώσεις? Όταν το ψάχνεις και δεν μπορείς να το βρείς? Τι κάνεις?
Πεισμώνεις, αγανακτείς, απογοητεύεσαι, στεναχωριέσαι.
Πού να'σαι τώρα? Σε ποιό συρτάρι είσαι κρυμμένος? Γιατί δεν εμφανίζεσαι?
Μια ελπίδα! Αυτό είναι. Μια ελπίδα ό,τι θα σε βρώ και δεν θα σε κρύψω ποτέ!
Για να δείχνεις και εσύ την ομορφιά σου!

Χαμογελούσα για ώρα κοιτάζοντάς τα και σε σκεφτόμουν διαρκώς.. Μέχρι που ξυπνήσα απο τις σκέψεις και είχαν φύγει και τα μπαλόνια αλλά και οι σκέψεις μου για εσένα.
Το μόνο που είχε μείνει είναι  το παράπονο. Το παράπονο για ένα μπαλόνι ακόμα!

Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2013

Ανάμεικτα Συναισθήματα.
Η σιωπή σου με κάνει να φοβάμαι , η απουσία σου με κάνει να πονάω.
Συναισθήματα...Συναισθήματα πολλά. Μπερδεμένα χωρίς να θέλουν να μπούν σε μια τάξη , χωρίς να θέλουν να
ομολογήσουν πράγματα.. Πράγματα που σε κάνουν να χάνεις κάθε έλεγχο , πράγματα που σε βάζουν να κάνεις πράξεις δίχως όφελος , δίχως λογική.
Γιατί; Ένα γιατί με βασανίζει μέσα μου , ένα γιατί με κάνει και αναρωτιέμαι κάθε μέρα , κάθε ώρα... Ένα απλό γιατί!
Μια απάντηση μόνο και μετά μπορείς να φύγεις , να γυρίσεις στον πραγματικό σου κόσμο όπου εκεί ζείς , εκεί αναπνέεις εκεί αισθάνεσαι , εκεί υπάρχεις.
Μην ρωτάς για τον δικό μου κόσμο. Ο δικός μου κόσμος
σχετίζεται με απουσίες , με μελαγχολία , με κουράγιο και υπομονή. Υπομονή για να φύγω απο τον κόσμο που ζώ να αλλάξω σελίδα στην ζωή μου και να πάω κάπου αλλού. Κάπου που ο κόσμος είναι χαρούμενος , γελαστός. Κάπου που ο κοόμος αγαπά αληθινά και αγαπά όχι γιατί έχει κάποιον ανάγκη. Έχει φίλους , φίλους που τον κάνουν να μην ξεχνάει την ύπαρξη της ζωής.Μόνο να του θυμίζουν τους στόχους του που αυτοί έχουν ξεχαστεί.. Έχουν αλλοιωθεί με το πέρασμα του χρόνου.

Αν μπορούσα να βάλω χρώμα στην ζωή μου , αυτό θα ήταν το γκρί.
Είναι το χρώμα που δένει μαζί το μαύρο και το άσπρο. Τις καλές και τις κακές στιγμές.
Τις άσχημες αλλά και τις όμορφες..

Κάποιες φορές τα συναισθήματά μου είναι τόσο έντονα που με πνίγουν. Με κάνουν να μην μπορώ να ανασάνω.

Σκέψεις ... Σκέψεις του παρελθόντος που σε κάνουν να πονάς. Να θυμάσαι τι έχεις περάσει και τι έχεις μάθει μέσα απο αυτά.. Όμως αυτές έκει , δεν βγαίνουν απο το μυαλό σου . Σαν να θέλουν να σου υπενθυμίζουν τα λάθη σου , τις κακές πράξεις που έχεις κάνει και να σε αποτελειώνουν.
Σαν να σε χαστουκίζουν και να πονάς τόσο πολύ που χάνεσαι...
Να χάνεσαι σε άδεια δωμάτια δίχως φώς , δίχως φωνές , δίχως αέρα.
Να χάνεσαι σε άδειες αγκαλιές σε άδεια λόγια...
Με μια ψευδαίσθηση και όλα ξεχνιούνται.
Με μια ψευδαίσθησα και όλα γίνονται άσπρα !
Δεν μ'αρέσει να ζώ με ψευδαισθήσεις γιατί χωρίς να προλάβουν να αρχίσουν έχουν κιόλας τελειώσει...

Άσχημο πράγμα το κρυφτό απο τον ίδιο σου τον εαυτό...
Να κρύβεσαι και να του λές ψέματα για να μην τον πονέσεις!
Να μην ξέρεις τι θέλεις απο την ζωή που έρχεται , με αποτέλεσμα να χάνεις στιγμές .
Να χάνεις λεπτά, δευτερόλεπτα απο την ζωή σου και ας ξέρεις ότι θα σου κοστίσουν...
Και όλα αυτά γιατί ;
Ένα γιατί ρωτάω και θα είμαι εδώ... Θα περιμένω κάθε απάντησή σου !
Η ΑΝΑΓΚΗ.

Περνάς την πιο δύσκολη στιγμή της ζωής σου
Πονάς,κλαίς..Χάνεις τον εαυτό σου..Ξεπερνάς όλες σου τις δυνάμεις.Μόνος σου.
Χωρίς να έχεις κανέναν δίπλα σου.. Εσύ όμως εκεί. Χωρίς να σκύψεις στιγμή το κεφάλι κοιτάς μπροστά την ζωή σου.
Τίποτα δεν σε φοβίζει. Τα έχεις καταφέρει.

Κάτι λείπει όμως..

Όχι όχι.Μην λυγiζεις τώρα.
Τώρα που έχεις αποδείξει την πραγματική σου δύναμη.
Ξέρω είναι δύσκολο.Είναι δύσκολο να σου λείπει η αγκαλιά,η στοργή κάποιου.
Η ανάγκη να ακούσεις την φωνή του έστω και για λίγα δευτερόλεπτα αργά το βράδυ.
Η ανάγκη να νοιώσεις την ανάσα του στο πρόσωπό σου, στο σώμα σου.
Είναι πράγματα που δεν βγαίνουν απο μέσα σου.
Όσο και να θες να τα βγάλεις, όσο και
να προσπαθείς όσο και να πιέζεις την καρδιά σου. Ποτέ δεν θα φύγει απο μέσα σου.

Μην με κοιτάς.Μην με ρωτάς το γιατί. Ξέρεις...Προσπαθείς τόσο πολύ να το βγάλεις απο
μέσα σου απο την χαρά σου, που αυτό είναι τόσο βαθιά  σφηνωμένο και δεν βγαίνει.
Όπου πας το έχεις μέσα σου. Ο,τι και να κάνεις το έχεις μέσα σου.
Και πότε φεύγει?
Μην αναρωτιέσαι. Δεν θα σου πω εγώ. Εσύ ο ίδιος ξέρεις!
Ναι,ξέρεις. Ξέρεις πολύ καλά το πότε..

Φεύγεις? Που πας? Θα με πάρεις μαζί σου?
Όχι όχι, δε θα σε ενοχλήσω, απλά να σε κοιτάω.
Μόνο αυτό.
Τα μάτια μου κοιτάζοντας τα δικά σου λάμπουν.
Σαν να είναι έτοιμα να κλάψουν.
Μα φυσικά και όχι απο λύπη. Μόνο απο χαρά κλαίνε τα μάτια μου.
Γιατί? Γιατί μου δίνεις το ελεύθερο να κοιτάζω τα δικά σου...
Εκείνος.

Όλα ξεκίνησαν εκείνο το καλοκαίρι..Ήταν ένα δύσκολο καλοκαίρι γι'αυτήν, είχε να αντιμετωπίσει πολλά.
Κοιτάζοντας έξω από το μπαλκόνι ακούγοντας τον ήχο της θάλασσας αγκαλιά με ένα μπουκάλι κρασί..
Κάθεται και κοιτάζει μπροστά της να περνάνε διάφορες εικόνες.Άσχημες αλλά και όμορφες.Ο ζεστός αέρας ακούμπαγε το πρόσωπό της, εκείνη όμως εκεί...
Κοιτάζοντας στο ίδιο σημείο με τα μάτια  βουρκωμένα λησμονούσε...
Λησμονούσε στιγμές...
"Τελικά μέσα από τα δύσκολα μαθαίνουμε? Ή απλά είναι η αφορμή για να ρισκάρουμε για κάτι πιο δύσκολο,
ώσπου να δούμε μέχρι που φτάνουν οι αντοχές μας?", αναρωτιόταν...
Το να ζεις σε ένα καροτσάκι είναι όντως πολύ δύσκολο.. Οδυνηρό.. Τα πόδια ακίνητα, άλλοτε να θες να σηκωθείς όρθιος να τρέξεις και άλλοτε απλά να κάθεσαι και να περιμένεις το ποτέ...
Όλα έγιναν γρήγορα.. Εκείνο το καλοκαίρι... Κάθε λεπτό της ζωής μας μπορεί να ανατρέψει μια ολόκληρη ζωή..
Πήγαινε να βρει εκείνον.. Εκείνον που την έκανε να κλαίει κάθε βράδυ με λυγμούς.. Εκείνον που την έκανε να πονέσει όσο κανένας άλλος.. Και να τον ρωτήσει ένα απλό γιατί..
Μέσα σε μερικά λεπτά βρέθηκε αντιμέτωπη με τον πόνο. Τα πόδια της ακούνητα, τα χέρια της ιδρωμένα και εκείνη να σκέφτεται εκείνον... Πώς γίνεται? Πώς γίνεται να είσαι στο τέλος της κλωστής έτοιμος να πέσεις κάτω, χωρίς να έχεις κάτι να κρατηθείς, και εσύ να σκέφτεσαι εκείνον?
Οι μέρες περνούσαν στο άδειο εκείνο άσπρο δωμάτιο... Να μην έχεις αέρα να ανασάνεις.. Να μην έχεις κανέναν δίπλα σου.. "Μα πού είναι? Εκείνος πού είναι? Γιατί δεν είναι εδώ?", σκεφτόταν..
Οι μέρες περνούσαν και τα πόδια ακούνητα... "Μια βόλτα .. Ναι, θέλω να πάω μια βόλτα στην θάλασσα να δω το φεγγάρι.", σκεφτόταν.. "Μα πώς? Πώς να πάω?"
Καθισμένη στο καροτσάκι, κοίταζε τον δρόμο κάτω από το σπίτι της και σκεφτόταν πως θα ήταν να έτρεχε σε εκείνον .. "Θέλω να σηκωθώ να περπατήσω.", είπε.. Μα κανένας δεν την άκουσε..
Πολλές φορές σκεφτόταν πως είχε δύναμη.. Δύναμη να σηκωθεί και να περπατήσει, να πάει στην θάλασσα, να τρέξει...
"Μα πού είναι εκείνος? Τον περιμένω και ακόμα...."
Άνοιξε τα μάτια της, ήταν κιόλας 5 τα ξημερώματα, αντικρίζοντας τη φωτογραφία του στο κομοδίνο της..
"Θα σηκωθώ.", είπε.. "Θα σηκωθώ και θα πάω να τον βρω.."
Είχαν περάσει κιόλας 2 χρόνια από τότε, όταν τελικά αποφάσισε να σηκωθεί.. Να περπατήσει, να τρέξει και να πάει να τον βρει... Όμως ηταν αποφασισμένη.. Αυτή τη φορά δεν θα πήγαινε να τον ρωτήσει γιατί.. Ούτε να κλάψει μπροστά του!
Θα πήγαινε για έναν και μοναδικό λόγο.. Να τον πάρει αγκαλιά και να του πει ευχαριστώ.. Ευχαριστώ που της έδωσε δύναμη να σηκωθεί για να πάει να τον βρει...
Απόγευμα Τρίτης... Περπατώντας στον απέραντο γκρίζο δρόμο, ένιωσε τα πόδια της να τρέμουν από χαρά που θα τον έβλεπε.. Σταμάτησε και πήρε μια μεγάλη ανθοδέσμη..Του άρεσαν πολύ τα λουλούδια που είχαν χρώμα...
Έφτασε.. Τον κοιτούσε.. Τα δάκρυα έπεφταν σαν βροχή στο χώμα και εκείνος εκεί, απλά να την κοιτάζει..
Πλησίασε.. Του άφησε τα λουλούδια και άναψε το καντήλι του.. Δεν τον ρώτησε ποτέ το γιατί, ήξερε πως απάντηση δε θα έπαιρνε.. Ήθελε τόσο πολύ να τον αγκαλιάσει, τόσο πολύ να τον φιλήσει.. Το κοιτούσε και έκλαιγε...
"Μακάρι να ζούσες και να με έβλεπες τώρα που περπατάω.. Δεν το έβαλα κάτω στιγμή... Το είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου, θα περπατήσω και θα έρθω να σε βρω!
Και να 'μαι.. Απέναντί σου.. Κοιτάζοντας την φωτογραφία σου..."
Σκεφτόταν αυτά τα λόγια από μέσα της και τον ένιωθε κοντά της.. Να της φιλάει τα χέρια χαρούμενος που την είδε μετά από τόσο καιρό.. Όρθια ξανά στα πόδια της...
Το κρασί τελείωσε... Το φεγγάρι φώτιζε όλο της το μπαλκόνι, αλλά και την θάλασσα.. Κοίταξε ψηλά και ένα εκθαμβωτικό φως έπεσε στα μάτια της, όπου τα έκανε να γυαλίζουν.. Άκουσε να της ψιθυρίζει κάποιος στο αφτί "Δεν ξέχασα ποτέ την βόλτα στο φεγγάρι που σου είχα υποσχεθεί" .. "Αποκλείεται, σκέφτηκε, αποκλείεται να είναι αυτό που νομίζω..."
Μάζεψε το μπουκάλι και το ποτήρι και μπήκε μέσα.. Έκλεισε τα παραθυρόφυλλα και ξάπλωσε, έχοντας στο μυαλό της τον ψίθυρο που είχε ακούσει πριν από λίγα λεπτά...
Και αποκοιμήθηκε!

ΘΑ ΣΕ ΘΥΜΑΜΑΙ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ
.

Όλα μετρούν αντίστροφα για την ζωή μου. Δεν ξέρω τι φταίει ή τι δεν φταίει τελικά.
Καθισμένοι σε ένα παγκάκι με θέα την απέραντη μπλε σκοτεινή θάλασσα με τα φώτα σαν μικρές πινελιές που αχνοφαίνονται, τα αστέρια να τρεμοπαίζουν από πάνω μας ,το φως του φεγγαριού να μας μαγεύει με το εκθαμβωτικό φως του και τις βάρκες να χορεύουν σε ένα χορό που μόνο αυτές ξέρουν, ένα δροσερό αεράκι σκέπαζε το πρόσωπό μας με αποτέλεσμα κάθε δάκρυ που έτρεχε να εξαφανίζεται. Ήμασταν οι δυο μας. Μόνο εμείς , σαν να μην υπήρχε τίποτα άλλο εκείνη την στιγμή εκεί. Παγωμένοι χωρίς να λέμε λέξη κοιτιόμασταν και κατεβάζαμε το κεφάλι. Η μόνη λέξη που έβγαινε από μέσα μας ήταν ένα απλό σ'αγαπώ. Μια λέξη με τόσο νόημα που καμιά φορά ντρέπεσαι να την λες.
Αφήνοντας το μυαλό μας να τρέχει κάνοντας όνειρα , όνειρα για το κοντινό μέλλον αναρωτιόμασταν αν μια απόσταση μπορεί να επηρεάσει τα συναισθήματα κάποιου. Κάποιου που αγαπάει, νοιάζεται, πονάει, χαίρεται. Είναι εκείνες οι στιγμές που περνάνε τα δευτερόλεπτα σαν το νερό που τρέχει στο αυλάκι και νομίζεις ότι πέρασαν αιώνες από εκείνο το καλοκαίρι.
Το πιο όμορφο καλοκαίρι...
Τελικά είναι καλό το να θυμόμαστε στιγμές, καταστάσεις ;
Αναρωτιέμαι αν υπάρχει κάποιο φάρμακο που να γιατρεύει κάθε πόνο, κάθε λύπη μέσα μου. Μάλλον ακόμα καλύτερα να με κάνει να ξεχνάω τα πάντα...
Ίσως φταίει ότι δεν έχω μάθει να θυμάμαι. Έχω μάθει να κάνω πως δεν τρέχει τίποτα... Ίσως να φταίει και ο έρωτας!
Και ο έρωτας; Τι θα απογίνει ο έρωτας; Ερωτεύεσαι για να πονάς ή για να χαίρεσαι ;
Όλες αυτές οι σκέψεις πνίγουν την μιλιά μου. Νοιώθω ένα βάρος μέσα στην καρδιά μου να κυριεύει το κάθε τι που διαπερνά τις σκέψεις μου.
Όλα γίνονται για κάποιο λόγο. Πότε θα μάθουμε αυτό το λόγο όμως;
Πρέπει πρώτα να πονέσουμε τόσο πολύ ώστε να φτάσουμε στο σημείο που να μην θέλουμε να τον μάθουμε;
Μην φύγεις. Δεν θέλω να φύγεις , όσο εγωιστικό , όσο αχάριστο και να ακούγεται δεν θέλω να φύγεις.
Και η μυρωδιά σου ; Και το άγγιγμά σου ;
Όλα αυτά τα απλά πράγματα εγώ πώς θα τα νοιώθω ; Πώς θα τα αισθάνομαι ;
Άυτα σκεφτόμουν καθώς χάραζε το ηλιοβασίλεμα.
Τον κοίταγα στα μάτια και τα φώναζα από μέσα μου.
Γιατί δεν μπορούσα να του τα πώ ; Φοβόμουν; Τι φοβόμουν και για ποιο λόγο άραγε ;
Τι σκεφτόταν; Πόναγε όσο πόναγα εγώ ;
Πόσο θα ήθελα να μάθω. Πόσο θα ήθελα να ήμουν ένα σκουπιδάκι στο παντελόνι του που να ήταν κολλημένο σε ένα σημείο και να μην έφευγε, να μην έφευγε ποτέ από πάνω του.

- Μ'αγαπάς?
- Σ'αγαπάω. Εσύ;
- Πολύ.
- Θα με σκέφτεσαι;
- Κάθε μέρα.
- Μην κλαις.
- Άσε με να σε αγγίξω. Έστω και για τελευταία φορά.
- Αυτό το άγγιγμά σου θα μείνει για πάντα στο μυαλό μου.
Τα μάτια σου θα μείνουν για πάντα στην σκέψη μου, το χαμόγελό σου...
Αχ αυτό το χαμόγελό σου , όταν γελάς χαίρεται ο κόσμος όλος.
Μην σταματήσεις ποτέ να χαμογελάς .
Μου το υπόσχεσαι;

Τον κοίταξα βαθιά μέσα στα μάτια. Τα δικά μου είχαν πλημμυρίσει από δάκρυα.
Σηκώθηκα τον χάιδεψα στο πρόσωπο, του έδωσα ένα φιλί και χάθηκα στο φως του ήλιου ψιθυρίζοντας...
Θα σε θυμάμαι για πάντα!..